- κνιπούμαι
- κνιποῡμαι, -όομαι (Α)1. (για τους οφθαλμούς) παθαίνω φλεγμονή2. (κατά τον Ησύχ.) (για καρπούς) προσβάλλομαι από καπνιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. τού κνίψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνιψ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.